
Rebbeca Culshaw , PhD , University of Texas
"Το AIDS, αν αναλογιστείς τον ορισμό του, απέχει πολύ από την καθαρότητα και δεν αφορά καν ένα ενιαίο σύνολο. Η ταξινόμηση ¨AIDS¨ εισήχθη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όχι σαν κάποια αρρώστια, αλλά σαν εργαλείο επίβλεψης χρήσιμο για τους γιατρούς και τους υπαλλήλους στις υπηρεσίας Δημόσιας Υγιεινής ώστε να αντιλαμβάνονται και να αντιμετωπίζουν ένα περίεργο «καινούργιο» σύνδρομο που έπληττε κυρίως τους νεαρούς ομοφυλόφιλους. Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν, το όλο πράγμα εξελίχθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό. Το AIDS σήμερα έχει ελάχιστη έως καμία ομοιότητα με το σύνδρομο που είχε ονοματοδοτήσει. Και το άλλο περίεργο της υπόθεσης είναι ότι ο ορισμός του άλλαξε αρκετές φορές από το CDC, για να περιλαμβάνει όλο και περισσότερες αρρώστιες (που όλες τους υπήρχαν και πριν από την εμφάνιση του AIDS) και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προκύπτει χωρίς την εμφάνιση καμίας απολύτως αρρώστιας προηγουμένως.

Η επιδημιολογία των HIV και AIDS είναι επίσης αντιφατική και συγκεχυμένη. Παρά το γεγονός ότι τα περιστατικά του AIDS αυξήθηκαν απότομα μετά τον αρχικό εντοπισμό τους στη δεκαετία του ’80 και έφτασαν το αποκορύφωμά τους το 1993 για να μειωθούν πάλι απότομα αμέσως μετά, ο αριθμός των «οροθετικών» ατόμων στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει σταθερός στο ένα εκατομμύριο από την έλευση του τεστ αντισωμάτων για τον HIV. Και αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της αντι-ρετροϊκής θεραπείας, αφού το ποσοστό ετήσιας θνησιμότητας των «οροθετικών» Αμερικανών είναι πολύ υψηλότερο μετά τη θεραπεία – κάπου μεταξύ 6,7 και 8,8 % - ενώ κανονικά θα ήταν 1-2% μέσα σε έναν χρόνο ακόμα και αν όλες οι περιπτώσεις οροθετικών εκείνης της χρονιάς κατέληγαν σε θάνατο χωρίς τα φάρμακα.
Τα πρώτα μοντέλα της υπόθεσης έδειχναν ότι ο HIV σκοτώνει τα αντισώματα με ευθεία επίθεση, με τον τρόπο που αποκάλεσαν διάλυση. Ένα μολυσμένο κύτταρο διαλύεται ή σπάει όταν το φορτίο του ιού έχει ξεπεράσει τις αντοχές, όπως ακριβώς σπάει η σακούλα από τον μανάβη αν την παραφορτώσουμε. Αυτή είναι η γενικώς αποδεκτή εξήγηση για κάθε άλλη παθογένεια από ιούς. Στην περίπτωση του HIV, όμως, έγινε γρήγορα σαφές ότι δεν σκότωνε τα αντισώματα με τέτοιον τρόπο, οπότε η υπόθεση αυτή εγκαταλείφθηκε και εμφανίστηκαν ένα σωρό άλλες, καθεμιά από τις οποίες κατέληγε σε διαφορετικά σχήματα και, συνεπώς, σε διαφορετικές προγνώσεις. Ποιο μοντέλο ήταν το «σωστό», δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ.
Όπως φάνηκε εκ των πραγμάτων, ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε συναίνεση σε επίπεδο σχηματοποίησης του τρόπου δράσης του HIV είναι ότι δεν υπήρχε και συναίνεση στη βιολογική όψη του ζητήματος. Ούτε τώρα υπάρχει. Ο HIV είναι ίσως ο περισσότερο μελετημένος ιός στην ιστορία – στα σίγουρα ο περισσότερο χρηματοδοτημένος - και παρόλα αυτά ακόμα δεν στάθηκε δυνατόν να υπάρξει συναίνεση. Ακόμα χειρότερα, δεν υπάρχουν καθόλου αποδείξεις ότι ο HIV σκοτώνει αντισώματα εξαρχής. Δεν κάνει κάτι τέτοιο στα δοκιμαστικά σωληνάρια. Μοιάζει να κάθεται άεργος εκεί, όπως ακριβώς κάθεται και στους ανθρώπους – αν μπορέσουμε να τον εντοπίσουμε πάλι. Στην πρωταρχική παρουσίαση του 1984, όπου ο Robert Gallo ανακοίνωσε ότι έχει την απόδειξη ότι ο HIV προκαλεί το AIDS, ο HIV είχε εντοπιστεί μόνο στις 26 από τις 72 περιπτώσεις ασθενών του AIDS. Μέχρι σήμερα, ο εντοπισμός του HIV παραμένει ένα ζητούμενο για τους ¨οροθετικούς¨, ακόμα και για του ασθενείς του AIDS.
Τα τεστ αντισωμάτων είναι μια αποδεκτή λύση για τον εντοπισμό διάφορων μικροβίων, αλλά δεν θα έπρεπε να είναι έτσι για τον HIV. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση των άλλων μικροβίων, προτιμάται το τεστ αντισωμάτων ως μια πιο φθηνή και εύκολη λύση από το τεστ για τον εντοπισμό του μικροβίου καθεαυτού. Στην περίπτωση του HIV, όμως, χρησιμοποιείται το τεστ αντισωμάτων γιατί δεν υπάρχει τεστ για τον ιό καθεαυτό. Οσο για τη λεγόμενη εξέταση ¨ιικού φορτίου¨, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι τα τεστ ιικού φορτίου δεν έχουν εγκριθεί ούτε συνιστώνται από τον FDA για διάγνωση της λοίμωξης με τον HIV. Γι’ αυτό και το τεστ για το AIDS παραμένει πάντα το τεστ αντισωμάτων. Το τεστ ιικού φορτίου, όμως, το χρησιμοποιούν για να εκτιμήσουν το επίπεδο υγείας όσων έχουν βρεθεί «οροθετικοί». Αλλά υπάρχουν πολλοί λόγοι που δείχνουν ότι αυτό το τεστ είναι εντελώς αναξιόπιστο. Ούτε το τεστ αντισωμάτων, ούτε το τεστ ιικού φορτίου βασίζονται πάνω στον HIV καθεαυτό.
Και υπάρχουν πολλοί λόγοι για να θεωρήσουμε αναξιόπιστο και το τεστ αντισωμάτων. Οι δύο τύποι αυτού του τεστ που κυκλοφορούν ευρέως είναι το ELISA και το Western Blot (WB). Το τελευταίο πρωτόκολλο θέλει να επιβεβαιώνει κανείς το αποτέλεσμα του ELISA με τα πιο «αναλυτικό» WB (το οποίο καταργήθηκε πρόσφατα στη Μεγάλη Βρετανία επειδή ακριβώς είναι τόσο επισφαλές). Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι τα κριτήρια για να βγει θετικό το WB ποικίλλουν από χώρα σε χώρα και, ακόμα, από εργαστήριο σε εργαστήριο. Χοντρά, μπορούμε να πούμε ότι το αποτέλεσμα της εξέτασης αλλάζει ανάλογα με τον τόπο προέλευσής της. Μπορεί ακόμα να βρεθεί κανείς «WB ακαθόριστος», το οποίο μπορεί να ερμηνευτεί ως «μη μολυσμένος», «ίσως μολυσμένος» ή, ακόμα πιο παλαβό, «μερικώς μολυσμένος» με βάση την παρούσα εξέταση.

Οσο για την ερώτηση τι προκαλεί το AIDS, αν όχι ο HIV, υπάρχουν πολλές εύλογες απαντήσεις από ανθρώπους γνωστής εμπειρογνωμοσύνης.
Πριν από την ανακάλυψη του HIV, το AIDS είχε θεωρηθεί το σύνδρομο ενός νέου τρόπου ζωής με αδιάκριτη κατάχρηση ναρκωτικών ψυχαγωγίας. Η ανοσοποιητική ανεπάρκεια μπορεί να έχει πολλές πιθανές αιτίες, από μια συσσώρευση μικροβίων ως την έλλειψη υγιεινής διατροφής. Προφανώς όλα αυτά είναι οι αληθινές αιτίες του AIDS. Η ανοσοποιητική ανεπάρκεια εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, και ένα σύνδρομο με πολλές εκδηλώσεις έχει πολλές αιτίες πάλι. Το μόνο σίγουρο είναι πως η υπόθεση ότι ο ιός HIV είναι η αιτία του AIDS έχει αποδώσει μέχρι σήμερα μόνο προβλέψεις – για την εξάπλωση του, για την πιθανότητα ενός εμβολίου, για την πιθανή μετάδοση σε ζώα και ούτω καθεξής – , που δεν επαληθεύτηκαν και δεν έχουν σώσει ούτε μια ζωή.
Επί είκοσι χρόνια, ο γενικός πληθυσμός έχει πλανηθεί οικτρά με μισές γνώσεις."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου